προκαθοσιούμαι

προκαθοσιούμαι
-όομαι, Α
1. αφιερώνομαι εκ τών προτέρων («διὰ τὸ προκαθωσιῶσθαι τοῑς θεοῑς τὴν ἐκ τῆς θυσίας ἐπίδοξον», Ηλιόδ. Αιθ.)
2. καθιερώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + καθοσιοῦμαι «καθιερώνομαι, αφιερώνομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”